Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Μουσική Αλήτικη

Δημοσιεύτηκε στο Δίφωνο τεύχος Ιανουαρίου 2008 

 
Αλήτης: ο περιθωριοποιημένος λεβέντης που γυρνάει από δω κι από κει. Αυτός που μπορεί να σταθεί στα πόδια του, σε κάθε περίπτωση. Αυτός που έχει πολλά αλλά δεν φοβάται να ζήσει και με τα λίγα. Με λίγα λόγια ο μάγκας που όταν μιλάει, ο Λόγος του έχει αξία και όταν τραγουδάει, το Τραγούδι του μένει για πάντα.

Του Στέλιου Χατζηιωάννου


            Πάντα με γοήτευε η αλητεία! Ίσως γιατί ποτέ δεν ήμουν ο αλήτης που ονειρευόμουν. Εκείνος ο αλήτης που όταν θα σου πει μια ιστορία θα ευχόσουν να ήσουν στη θέση του, αλλά θα φοβηθείς. Εκείνος ο αλήτης που θα τον θαυμάσεις όταν θα πιάσει το μπουζούκι ή την κιθάρα,  αλλά ποτέ δεν θα βρεθείς στο υπόγειο κακόφημο μπαρ που παίζει. Πάντα θα επιλέξεις να ακούσεις τις ιστορίες τους ή την μουσική τους ή και τα δύο μαζί, βρίσκοντας τρόπους εκ του ασφαλούς. Είναι οι άνθρωποι που αν τύχει ποτέ και ανταμώσουν οι ματιές σας, να είσαι σίγουρος ότι εσύ θα είσαι αυτός που πρώτος που θα τραβήξει το βλέμμα του από πάνω τους. Είναι αυτοί που καπνίζουν το τσιγάρο τους με αυτή τη ρομαντική μαγκιά που τους διακρίνει.
            Και όμως αυτοί οι αλήτες δεν είναι κακά παιδιά, απλά έτυχε να κάνουν παρέα με κακιές παρέες χωρίς ποτέ να περάσουν στην άλλη μεριά. Βρίσκονταν πάντα στο ενδιάμεσο. Εκεί όπου μπορούσαν να παρατηρούν τα πράγματα για να τα διηγούνται ύστερα σε μας, τους αμαθείς. Δεν θα μπορούσες ποτέ, να χαρακτηρίσεις αυτούς τους αλήτες κωλόπαιδα.
            Από την άλλη η αλητεία δεν είναι μονάχα αντρική ασχολία. Ανάμεσα στους αλήτες υπήρξαν και οι αλήτισσες. Αυτές οι μαγκιόρες, τσαχπίνες γυναίκες που χορεύαν τους αλήτες στο ταψί. Αλήτισσες είναι αυτές που ποτέ δεν έγιναν πόρνες αλλά βρισκόντουσαν πάντα δίπλα σε αυτές. Οι γυναίκες που σύχναζαν κάθε βράδυ στα κοκκινόχρωμα και κοκκινόφωτα καμπαρέ και με την φωνή τους έντυναν τη μουσική με χρώμα. Αυτές οι γυναίκες που όταν τραγουδούσαν, όλοι οι μάγκες από κάτω, μεθούσαν. Αυτές που δεν διεκδίκησαν απλά τα δικαιώματά τους σε έναν αντρικό κόσμο αλλά τα πήραν με το έτσι θέλω. Οι γυναίκες που αγάπησαν και αγαπήθηκαν από τους αλήτες.
            Πάντα πίστευα ότι η καλή μουσική δεν βγαίνει στα σαλόνια αλλά στο δρόμο. Δεν βγαίνει από αυτόν που ξέρει να διαβάζει νότες και να κατανοεί την θεωρία και τις σχέσεις των κλιμάκων. Όλα αυτά είναι απλά εφόδια που μπορεί να τα αποκτήσει οποιοσδήποτε ενδιαφερθεί για την μουσική. Η καλή μουσική βγαίνει από αυτούς που έχουν κάτι να πουν, πέρα από τους κανόνες. Από αυτούς που βγάζουν όλη τους την ευαισθησία και τον ρομαντισμό τους με την φωνή τους ή με την μουσική τους.
Όταν τους ακούς δεν σκέφτεσαι μουσικά είδη γιατί δεν σε ενδιαφέρει αν αυτό που ακούς είναι ρεμπέτικο ή μπλουζ ή ροκ. Σε αγγίζει όμως γιατί απλά είναι αληθινό.
            Η μουσική έχει ανάγκη την αλητεία. Χωρίς αυτήν, θα ακούγαμε μονάχα γλυκανάλατα τραγουδάκια χωρίς μαγκιά και ύφος. Μας τιμά που κάποιοι μπόρεσαν και είχαν το χάρισμα να μετατρέψουν τις εμπειρίες τους σε νότες. Μπόρεσαν να μας κάνουν να θυμώνουμε με το θυμό τους και να ερωτευόμαστε με τις μπαλάντες τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κυνηγήθηκαν για την τέχνη τους με αποτέλεσμα να κρύβουν το μπαγλαμαδάκι τους κάτω από το σακάκι ή ένα σουγιά στη θήκη της κιθάρας τους. Έτσι ακριβώς όπως έκαναν οι ρεμπέτες και οι μπλουζίστες που η αλητεία τους ήταν παραδοσιακή και αληθινή.
Μια αλητεία που όταν την κληρονόμησαν οι ροκάδες της έδωσαν μια πνοή από σταριλίκη. Οι ροκάδες χρειαζόντουσαν πιο πολύ από κάθε άλλον αυτή την δόση της σταριλίτικης αλητείας, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος ώστε το ροκ να γίνει σχεδόν αθάνατο. Ο Alice Cooper είχε πει ότι «υιοθέτησε αυτό το ακραίο εφιαλτικό στυλ γιατί έπρεπε να δείχνει πιο κακός από όλους τους άλλους, αν ήθελε να πετύχει, όπως οι Rolling Stones πέτυχαν γιατί έδειχναν πιο κακοί από τους Beatles». Υπήρξαν όμως και οι πατέρες του ροκ όπως ο Elvis Presley και ο Johnny Cash που αν και ήταν σταρ, είχαν στο βλέμμα τους την παραδοσιακή ρομαντική μαγκιά. Είχαν στη ματιά τους, τη ματιά του James Dean. Θα μπορούσαμε να γράφουμε μέρες ολόκληρες αν θέλαμε να γράψουμε όλα τα ονόματα της μουσικής αλητείας και πάλι είναι σίγουρο μετά βεβαιότητας ότι κάποιον θα ξεχνάγαμε. Θαρρείς και όλη η μουσική βγαίνει μονάχα από αλήτες. Αλήτες όπως ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Άκης Πάνου. Αλήτισσες όπως ήταν η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλου ή μεταγενέστερα, η Ελένη Βιτάλη και η Μαριώ. Ίσως κάποιοι να πιστεύουν ότι η αλητεία είναι προνόμιο του παλιού καιρού. Σίγουρα σήμερα δεν μπορούμε να μιλάμε για performers, όπως ο Νικόλαος  Άσιμος, που παρουσίαζε «τέχνη του δρόμου». Και σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε για ρομαντικούς ροκάδες όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Υπάρχουν όμως καλλιτέχνες που έρχονται από τα παλιά για να μας θυμίζουν τι εστί πραγματική αλητεία. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Δημήτρη Πουλικάκο. Κουρασμένος μεν, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι ο Νονός του ελληνικού ροκ και παρά τα χρόνια του, ακόμα μας αποδεικνύει ότι κάποιοι άνθρωποι μένουν μάγκες μέχρι τα γεράματα. Δεν μαλακώνουν επειδή τους πήραν τα χρόνια. Και αν σήμερα οι αλήτες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού μας, καλύτερα, γιατί τουλάχιστον μπορούμε να καταλάβουμε ποιοι τραγουδούν ακόμα απαγορευμένα τραγούδια. Γιατί «όσες κι αν χτίζουν φυλακές κι αν ο κλοιός, στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει», συνθέτει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και τραγούδησαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Κανά και η Μάρθα Φρυτζίλα. Στην εποχή μας ίσως είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιοι έχουν πραγματική μπέσα, αλλά άτομα όπως ο Γιάννης Αγγελάκας και ο B.D. Foxmore μου κάνουν γιατί απλά, οι στίχοι τους αντανακλούν το αλήτικο πνεύμα τους και δεν παρασύρονται από επιπόλαιες προχειροδουλειές, ούτε έχουν ανάγκη από μια πλασματική εικόνα του μάγκα.
            Τώρα, όσο κι αν έστυψα το μυαλό μου για ένα σημερινό αλήτη μεγάλης εμβέλειας του εξωτερικού, δεν μπόρεσα να καταλήξω κάπου, που να μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτός είναι αληθινός και όχι ψεύτικος. Το μυαλό μου συνέχεια γυρνούσε γύρω από τους κλασικούς, όπως ο Miles Davis και οι παλιοί νέγροι σαν τον Robert Johnson, τον John Lee Hooker και όλοι οι υπόλοιποι αναρίθμητοι μπλουζίστες. Γύρω από μακρυμάλληδες αλήτες, όπως οι ροκάδες. Οι Cream, o Jimi Hendrix ή ο Eric Burdon που τραγούδησε τον ύμνο της αλητείας, το House of the Rising Sun. Κι αν οι GunsNRoses χαρακτηρίστηκαν ως «η πιο επικίνδυνη μπάντα του πλανήτη», ενημερωτικά λέω ότι, μας τέλειωσαν. Από την άλλη τα παιδιά μια ρατσιστικής κοινωνίας ήρθαν για να αφήσουν τη δική τους σφραγίδα. Ο Bob Marley, ο Peter Tosh, ο Lee Perry, οι  Black Uhuru και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες της reggae, έγιναν πρόδρομοι για σημερινούς καλλιτέχνες όπως ο Manu Chao. Η αλητεία υπάρχει, αλλά την βρίσκουμε σε underground σκηνές. Μπάντες που ποτέ δεν θα υπογράψουν με κάποια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία γιατί απλά ο τρόπος που παίζουν και οι αλήθειες που ξεστομίζουν είναι πολύ σκληρός ή βαρύς για να πουληθεί.  
            Φτάνει μόνο να φανταστούμε πόσο φτωχή θα ήταν η μουσική αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι ωραίοι αλήτες. Η μουσική που κρύβει την αλητεία, σε κάθε της έκφανση είναι η μουσική που τελικά μένει. Γιατί από τότε που η αλητεία έγινε είδος προς πώληση, η μουσική κατάντησε καταναλώσιμο αγαθό. Σήμερα το αγοράζεις και το ακούς, αύριο το χωνεύεις και το ξεχνάς. Οι αληθινοί αλήτες όμως δεν λησμονούνται, ούτε αντιγράφονται. Έτσι γεννώνται και έτσι μάθανε να ζουν.





             


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου