Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Bootlegs, Γουρούνια και Rock ‘n’ Roll

 Δημοσιεύτηκε στο Δίφωνο τεύχος Σεπτεμβρίου 2008

Bootleg των Who

Τι είναι αυτό που έκανε τον Peter Grant (μάνατζερ των Led Zeppelin) να χάσει τον ύπνο του; Μπορεί η μουσική βιομηχανία να προστατέψει τα πνευματικά της δικαιώματα; Το έργο ενός καλλιτέχνη ανήκει σε αυτόν; ή από τη στιγμή που εκδίδεται, γίνεται κτήμα όλων μας; Το αντάρτικο στη μουσική ορολογία, είναι το bootleg και όλοι λίγο- πολύ έχουμε δράσει ως αντάρτες. Και οι παππούδες μας με τα βινύλια και οι πατεράδες μας με τις κασέτες και εμείς με τα cd και τα dvd και τώρα διανύουμε τις μέρες όπου τα mp3 και το ίντερνετ είναι το πλιάτσικο που χρησιμοποιούν τα παιδιά μας.
Του Στέλιου Χατζηιωάννου

Ένας κλέφτης με την μορφή του Ρομπέν των  Δασών για την σημερινή κοινωνία είναι μια ανάσα δροσιάς. Προσδιορίζει ή και επαναπροσδιορίζει αν θέλετε, βασικά νοήματα που επιλέξαμε να τα ξεχάσουμε. Ιδίως όταν αυτή η κοινωνία είναι ένα ασφυκτικό καπιταλιστικό σύστημα που χρησιμοποιεί τις υπάρχουσες ελευθερίες μονάχα προς όφελός της. Στο βιβλίο του Clinton Heylin με τίτλό “The rise and the fall of the secret recording industry ο συγγραφέας ξεκινάει τον πρόλογο του με μια ιστορία που μας δίνει μια εικόνα για τα bootlegs. Λέει ότι σε ένα από τα ταξίδια του, ο Μέγα Αλέξανδρος συνάντησε έναν πειρατή και τον ρώτησε: «Ποια είναι η ιδέα σου για την κατάκτηση της θάλασσας;» και ο πειρατής τότε απάντησε: «είναι η ίδια ιδέα που έχεις και εσύ για την κατάκτηση της γης, αλλά επειδή εγώ το κάνω με ένα μικρό σκαρί με αποκαλούν πειρατή ενώ επειδή εσύ το κάνεις με έναν ισχυρό στρατό σε αποκαλούν αυτοκράτορα». Μπορεί όμως, μια ισχυρή μουσική εταιρεία να απειληθεί στα αλήθεια από μερικούς πιτσιρικάδες που έκλεψαν μερικά ηχητικά αποσπάσματα; Ναι, επειδή αυτοί οι πιτσιρικάδες ξεκινάνε να κάνουν αυτό που κάνουν χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς θέλουν να κάνουν, αλλά οι ενέργειες τους αντιγράφονται και οι τεχνικές τους όσο περνάει ο καιρός, ωριμάζουν και γίνονται απειλή για τους μουσικούς κολωσούς.
"Τα χειρότερα του ELVIS
50,000,000 οπαδόι του Elvis μπορούν να κάνουν λάθος"
Κάπως έτσι ξεκίνησε το 1969 η εκμετάλλευση του συστήματος που είχε εξαναγκάσει την ροκ μουσική έκφραση σε ένα προϊόν κερδοσκοπικού χαρακτήρα, από το δίδυμο Dub και Ken που η αγάπη τους για την μουσική τους οδήγησε στην λαθρεμπορία δίσκων. Γιατί επιτρέψτε μου να πω ότι η εμπορικοποίηση είναι το φαινόμενο που μετατρέπει κάτι αγνό και αληθινό, σε προϊόν. Είναι το φαινόμενο που αφαιρεί κάθε ιδεολογική ταυτότητα από την  τέχνη των ανθρώπων. Λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός που κάνει εξαγωγές σκέψεων και συναισθημάτων με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένας οδοντίατρος κάνει εξαγωγή ενός χαλασμένου δοντιού.
Πριν συνεχίσουμε όμως θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε τον όρο πειρατή από τον όρο bootlegger (λαθρέμπορος). Αν και οι δύο κινούνται στον ίδιο χώρο η βασική τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο πειρατής κοπιάρει επίσημο υλικό ενώ ο bootlegger εκμεταλλεύεται υλικό που οι εταιρείες έχουν απορρίψει. Συνεπώς δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ εταιρειών και bootleggers, γιατί ως γνωστών «τα σκουπίδια του ενός, θησαυρός του άλλου».

Great White Wonder
Ο Ken και ο Dub λοιπόν, εργαζόντουσαν για μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία και απέκτησαν όλος τυχαίως κάποια ανέκδοτα κομμάτια του Dylan που είχε ηχογραφήσει με τους The Band λίγα χρόνια πριν στο υπόγειό των The Band  στο Woodstock. Σκληροπυρηνικοί οπαδοί του Dylan και οι δύο σκέφτηκαν να δημοσιεύσουν αυτό το ανέκδοτο υλικό, αρχικά για πλάκα για να καταλήξει στην πορεία μια κερδοφόρα επιχείρηση. Ήταν η εποχή που ο Bob Dylan είχε ηχογραφήσει το δίσκο Nashville Skyline και είχε ξεφύγει από το γνωστό folk ύφος του, με αποτέλεσμα να δυσαρεστηθούν πολλοί από τους οπαδούς του και ο δίσκος να είναι μια καταστροφή εμπορικά. Σκέφτηκαν λοιπόν να δώσουν στον κόσμο λίγο από τον παλιό Dylan. Φυσικά τα βινύλια δεν ήταν όπως τα άγραφα cd που τα βρίσκεις παντού. Για να τυπωθούν χρειαζόντουσαν ειδικές πρέσες και υλικά καθώς και ένα κεφάλαιο. Ο μόνος που βρήκαν για να τους δώσει το αρχικό κεφάλαιο ήταν κάποιος που τον αποκαλούσαν The Greek, και τους χρηματοδότησε για να τυπώσουν 1000- 2000 διπλά βινύλια, με ένα απλό λευκό εξώφυλλο. Ο Dub και ο Ken επέλεξαν να το μην περιέχει μονάχα ηχογραφήσεις του Dylan με τους The Band αλλά και ποικίλα studio outtakes καθώς και κάποιες ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο Dylan στο σπίτι μιας παλιάς του κοπέλας, της πραγματικής «Girl from the North Country», στη Μινεσότα το 1961. Έπειτα επειδή ήταν γνωστοί στο κύκλο, δεν μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι την διανομή. Φώναξαν λοιπόν έναν φίλο τους τον Patrick, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει με τον στρατό και χρειαζόταν λεφτά. Του έδειξαν τα μέρη που θα τα πούλαγε και κατάφεραν να τα πουλήσουν για 8- 12 $ το κομμάτι. Ο τίτλος του συγκεκριμένου δίσκου προέκυψε όταν μια κοπέλα από L.A. Free ήθελε να προμοτάρει το παράνομο υλικό και χρειαζόταν κάποιο όνομα. Έτσι τους πρότεινε το Great White Wonder και αφού το τύπωσαν πάνω από το λευκό εξώφυλλο, το πρώτο ροκ bootleg απέκτησε όνομα. Το περίεργο είναι ότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στο Los Angeles, νόμιζαν ότι είχαν στα χέρια τους το νέο άλμπουμ του Dylan και το παρουσίαζαν ως τέτοιο.
Το πρώτο rock bootleg ήταν του Bylan
Great White Wonder
Η επιτυχία του GWW, δεν άργησε να κινήσει και το ενδιαφέρον άλλων bootleggers οι οποίοι το ξανατύπωναν και το πουλούσαν και αυτοί με τη σειρά τους, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι της Columbia να έχουν τρελαθεί και να μετρούν τα λεφτά που χάνουν. Η Columbia άρχισε να ψάχνει για τον Dub και τον Ken στην Αμερική και τον Καναδά. Όταν κάποια στιγμή κατάφερε να τους βρει το νομικό πλαίσιο της εποχής δεν ήταν τόσο σαφές για το τι θεωρείται επίσημο και τι ανεπίσημο. Ο μόνος που μπορούσε να μιλήσει για τα πνευματικά δικαιώματα ήταν ο καλλιτέχνης (ο Dylan), ο οποίος όμως την εποχή που είχε ηχογραφήσει τα κομμάτια του GWW δεν είχε υπογράψει ακόμα με την Columbia, άρα η εταιρεία δεν είχε δικαιώματα πάνω στα κομμάτια. Επίσης πάνω στο bootleg δεν αναφερόταν πουθενά το όνομα του Dylan. Το μόνο που υπήρχε γραμμένο ήταν η φράση Great White Wonder πάνω σε ένα λευκό εξώφυλλο. Έτσι ο Ken και ο Dub γλυτώνουν και συνεχίζουν να τυπώνουν λαθραίους δίσκους με δουλειές των Rolling Stones, των Beatles, του άσημου τότε Bruce Springsteen και άλλων. Ο Michael O, ένας άλλος bootlegger, ηλικίας 16 χρονών τυπώνει τη δική του εκδοχή του Great White Wonder σε συνεργασία με έναν φίλο του στην Capitol. Το bootleg έχει το όνομα Troubled Troubador, αλλά γίνεται γνωστό ως Flower εξαιτίας της ζωγραφιάς που έχει στο εξώφυλλό του και την οποία είχε ζωγραφίσει η κοπέλα, του Michael O’. Η Columbia φτάνει στο σπίτι του, τον απειλεί ότι αυτό θα έχει μεγάλες νομικές επιπτώσεις για αυτόν και όντας μικρός και άπειρος, αγοράζει πίσω όσα bootleg έχουν πουληθεί και τα επιστρέφει στην Columbia. Μια ακόμα γνωστή bootleg ηχογράφηση εκείνο τον καιρό ήταν το Kum Back, των Beatles. Εν τω μεταξύ ενώ αυτά συμβαίνουν στη δυτική πλευρά των ΗΠΑ, η ανατολική πλευρά εκδίδει το πρώτο της bootleg, και αυτό του Bob Dylan, με τίτλο A Thousand Miles Behind, το οποίο είχε πάρα πολύ κακό ήχο. Γενικότερα θα λέγαμε ότι τα υλικά που χρειάζεται για να τυπωθεί ένα βινύλιο ήταν καλύτερα στην δυτική πλευρά επειδή υπήρχαν αρκετές πρέσες και ένα έντονα αντιεξουσιαστικό κλίμα με αποτέλεσμα οι καλύτερες ποιότητες bootleg βινυλίων να εκδίδονται στην περιοχή της California. Οι bootleggers άρχισαν να πληθαίνουν και όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και περισσότεροι μπορούσαν να διαχειριστούν τις μεθόδους ηχοληψίας ώστε να παράγουν ένα παράνομο δισκάκι. Πέρα από τον Dub και τον Ken, υπήρξαν ονόματα όπως ο Lou Cohan, ο Michael O’, ο Rubber Dubber, η Vicki’ Vinyl, ο Wizardo, ο αυστραλός Captain Cook και πολλοί άλλοι που δυστυχώς το κείμενο μας περιορίζει ώστε να αναφέρουμε λεπτομερώς τις δουλειές τους.

Η ατυχής ιδέα της Apple
Το 1969, οι Rolling Stones ανακοινώνουν την νέα περιοδεία τους, με το νέο κιθαρίστας τους, τον Mick Taylor και ο Dub αγοράζει σύγχρονα, για την εποχή  μηχανήματα ηχογράφησης. Το να μπεις τότε σε μια συναυλία με μηχανήματα εγγραφής δεν απαγορευόταν διότι το φαινόμενο bootleg ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ο Dub ηχογραφεί το δεύτερο σόου των Stones στο Oaklant και το αποτέλεσμα είναι ένας πεντακάθαρος ήχος, αφού το μικρόφωνο που χρησιμοποίησε (το Sennheiser 805) ήταν όπως λέει και ο ίδιος το κατάλληλο εργαλείο για την περίπτωση. Το bootleg κυκλοφορεί με τίτλο LiveR than youll Ever Be, και είναι ένα από τα καλύτερα bootleg ντοκουμέντα.
Οι εταιρείες αντιστεκόντουσαν στα bootlegs υποστηρίζοντας την άποψη ότι είχαν κακό ήχο. Κάτι που εν μέρει, ίσχυε. Η Apple όμως ήταν αυτή που σκέφτηκε μια ξεχωριστή ιδέα για να χτυπήσει το φαινόμενο bootlegs στη γέννησή τους. Οι υπεύθυνοι της Apple σκέφτηκαν ότι κάθε φορά που ένα bootleg θα έβλεπε το φως της ημέρας, η εταιρεία θα κυκλοφορούσε το σόου, επίσημα. Το LiveR than youll Ever Be των Rolling Stones κυκλοφόρησε από την εταιρεία επίσημα υπό τον τίτλο Get your Ya- Yas out. Παρόλα αυτά όμως, ο Dub είχε κάνει τόσο καλή δουλειά και τόσο καλή επεξεργασία ήχου, που το bootleg της συναυλίας είχε καλύτερο ήχο από την επίσημη κυκλοφορία. Τόσο καλό ήχο που ο Sam Cutler, road manager των Stones, ακούει το bootleg στο KSAN (ραδιοφωνικός σταθμός του San Francisco) και αγοράζει έναν δίσκο για αυτόν και άλλους πέντε για τους υπόλοιπους Rolling Stones. Μετά από αυτό ο Mick Jagger και ο Keith Richards δηλώνουν ένθερμοι συλλέκτες  των bootlegs.

Προσοχή στις απομιμήσεις!
Το κεφάλαιο bootlegs, δημιουργούσε ανταγωνισμό ακόμα και μεταξύ των bootleggers. Στην προσπάθειά τους να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από τους υπόλοιπους bootleggers, ο Dub και o Ken είναι οι πρώτοι που βγάζουν έγχρωμα βινύλια. Συνεργάζονται επίσης με έναν καρτουνίστα ονόματι William Stout που τον γνώρισαν τυχαία στο δισκοπωλείο Record Paradise που πουλούσε bootlegs και ο οποίος είχε επηρεαστεί από την δουλειά του Robert Crump που είχε σχεδιάσει το εξώφυλλο Cheap Thrills της Janis Joplin. Το πινέλο του Stout δίνει στους περισσότερους μουσικούς τη μορφή γουρουνιού. Μια φορά σχεδιάζει τον ο John και τη Yoko σε τόσο άσχημα γουρούνια που ο καλλιτέχνης μερικά χρόνια μετά, ζήτησε συγνώμη από τη Yoko Ono.

Ο Lennon και η Ono δια χειρός William Stout

Ο Dub επισημοποιεί την εταιρεία του αγοράζοντας νόμιμα ένα σήμα κατατεθέν από μια τράπεζα που συνεργαζόταν κατά κύριο λόγο με τους αγρότες (σαν να λέμε η αντίστοιχη Αγροτική). Τα περισσότερα σχέδια αφορούσαν αγρότες και τα σήματα κατά κύριο λόγο απεικόνιζαν άλογα, κότες, κατσίκες, ταύρους, γουρούνια κτλ. Ο Dub φυσικά διαλέγει ένα γουρούνι, κολλάει και μια επιγραφή γύρω από το γουρούνι που έγραφε Trade Mark of Quality (TMQ) και προειδοποιεί τους πελάτες του να προσέχουν τις απομιμήσεις! ώστε ο κόσμος να αποφεύγει τις bootleg απομιμήσεις που είχαν κακό ήχο. Το παράδειγμα του Dub το ακολούθησαν και άλλοι bootleggers και πρώτος από όλους ο Ken που μόλις διάλυσε τη συνεργασία του με τον Dub δημιούργησε την εταιρεία SmokinPig με σήμα ένα γουρούνι που καπνίζει και συχνά αναφερόταν ως TMQ2. Μία ακόμα μεγάλη εταιρεία ήταν η TAKRL (The Amazing Kornyphone Record Label), ενώ υπήρχαν τα labels των Wizardo και της Vickis Vinyl. Επίσης υπήρξαν και εταιρείες, όπως η Debt Records που ασχολήθηκαν με bootleg soundtracks. Στον Καναδά από την άλλη υπήρξε ένα περιοδικό που βοήθησε τους συλλέκτες bootlegs με δισκοκριτικές και παρουσιάσεις αποκλειστικά των bootleg εκδόσεων. Το underground περιοδικό υπάρχει από τις αρχές του 1970 μέχρι και τις μέρες μας αφού διαθέτει και ιστοσελίδα και έχει τον τίτλο Hot Wacks.Η αγαπημένη μπάντα που προτιμούσε να σχεδιάζει ο καρτουνίστας Stout ήταν τα κακά παιδιά της ροκ, οι Rolling Stones. Μελλοντικά σχεδιάζει μερικά πόστερς ταινιών, όπως το «Η ζωή του Μπράιαν» των Monty Paythons. Σχεδιάζει επίσης τα εξώφυλλα του Metal (αμερικάνικο περιοδικό για το μέταλ). Μέσα στις δουλειές του σχεδιάζει και δύο εξώφυλλα bootlegs για τους Yardbirds. Το Golden Eggs και το More Golden Eggs. Μάλιστα στο εσώφυλλο του More Golden Eggs, ο Keith Relf τραγουδιστής των Yardbirds παραθέτει συνέντευξη αποκλειστικά στο Dub και υπογράφει το bootleg, με αντάλλαγμα την πληρωμή του πρώτου ενοικίου, του νέου του σπιτιού.

Ένα νέο συγκρότημα
Τα ονόματα που κατά την δεκαετία του 1960 είχαν κοπιαριστεί περισσότερο ήταν ο Bob Dylan, οι Rolling Stones και οι Beatles. Στην αυγή του 1970 όμως έρχεται ένα νέο συγκρότημα στην παρέα των bootlegs, οι Zeppelin. Ο Dub και ο Ken «κλέβουν» τον ήχο από το Los Angeles Forum το Σεπτέμβριο του 1970 και εκδίδουν το πρώτο για πολλούς, Led Zeppelin bootleg, με τίτλο Live at Blueberry Hill. Οι σημειώσεις του εξωφύλλου έγραφαν αυτή ακριβώς τη φράση: «One hundred and six minutes and fifty three seconds of pure alive rock». Ο ήχος του συγκεκριμένου δίσκου μπορεί να συγκριθεί με το Liver των Rolling Stones.
 Ένα ακόμη διάσημο bootleg των Led Zeppelin είναι το Pure Blues Live, το οποίο πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό θα πρέπει να θεωρείται το πρώτο τους bootleg για το λόγο ότι ηχογραφήθηκε λίγους μήνες νωρίτερα από το Blueberry Hill και είναι για αρκετά χρόνια το μοναδικό ντοκουμέντο που περιείχε σε ζωντανή εκτέλεση το Were Gonna Groove. Ο Deke που έκλεψε τον ήχο της συναυλίας ήταν από τα πρώτα άτομα της μετάλλαξης του κοινού σε ηχολήπτες. Το Pure Blues, γρήγορα μετονομάστηκε σε Mudslide και παρά τον πονόλαιμό του Robert Plant, ο ήχος είναι μια δαιμονικά εκπληκτική επίδειξη του ήχου των Led Zeppelin. Στην τετράδα των καλλιτεχνών με τα πιο πολλά bootlegs προστίθεται λίγα χρόνια μετά ο Bruce Springsteen.
Led Zeppelin Live at Blueberry Hill

Official Bootlegs
Ο κύριος Joe Smith υπήρξε αντιπρόεδρος της Warner Brother και σε μια δήλωσή του εκφράζει ένα φόβο που στις mp3μέρες που διανύουμε, μοιάζει αυτός ο φόβος του, να πραγματοποιείται. Είχε πει: «Αν η λαθρεμπορία συνεχιστεί για απεριόριστο χρόνο, ολόκληρο το σύστημα της μουσικής βιομηχανίας θα καταστραφεί ολοσχερώς. Θα υπάρχει μια χαοτική περίοδος όπου κανένας δεν θα προθυμοποιείτε να πληρώσει για τίποτα». Τα bootlegs άρχισαν να αποκτούν οπαδούς και εχθρούς από όλους τους χώρους. Ο Pete Townsend των Who είδε την σοφία των bootlegs και ενθάρρυνε τους ανθρώπους να τα αγοράσουν. Καλλιτέχνες όπως ο Frank Zappa ήταν κατά των bootlegs λόγω του κακού ήχου. Άνθρωποι σαν τον Bruce Springsteen πίστευαν -πριν γίνουν πολέμιοι των bootlegs- ότι ήταν ένας τρόπος προώθησης του επίσημου υλικού, με ανεπίσημες μεθόδους. Πολλές φορές ο Bruce Springsteen έδινε αρκετές συναυλίες μόνο και μόνο για να δίνει υλικό στους bootleggers. Θεωρούσε ότι οι bootleggers ήταν ένα μέσο διαφήμισης. Και στην ουσία ήταν ένα μέσο διαφήμισης γιατί αν κάποιου του άρεσε το bootleg, αγόραζε την επίσημη κυκλοφορία. Βέβαια οι εταιρείες δεν το είδαν ποτέ από αυτή την οπτική γωνία. Το έβλεπαν περισσότερο σαν χασούρα παρά σαν κέρδος. Έφαγαν την πίτα και ήθελαν και τα ψίχουλα. Έτσι ακολούθησαν την τακτική του εκφοβισμού. Εταιρείες όπως η Warner Electra- Atlantic άρχισαν να απειλούν τους λιανοπωλητές βινυλιών ότι έτσι και πουλούσαν άλλα bootlegs, θα σταματούσαν να τους προμηθεύουν με επίσημους δίσκους. Βέβαια το τελευταίο που ήθελαν οι εταιρείες ήταν να δημιουργήσουν ανεξάρτητα δισκοπωλεία που θα πουλούσαν αποκλειστικά bootlegs. Έτσι ούτε αυτή η τακτική έπιασε. Μια άλλη τακτική ήταν αυτή του επίσημου bootleg. Τα official bootlegs γεννήθηκαν στα πλαίσια της νοοτροπίας ότι «αφού δεν μπορείς να τους νικήσεις, αντίγραψέ τους». Οι εταιρείες ηχογραφούν κάθε ζωντανή εμφάνιση και την κυκλοφορούν σε περιορισμένα αντίτυπα ως μέσω προώθησης στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, ελπίζοντας να περιορίσουν το παλμό των bootlegs. Η Columbia άρχισε να βγάζει επίσημα bootlegs, υπογράφοντας με μια χρυσή στάμπα, αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται αφού ένας μηχανικός κοπιάρει τα άλμπουμς, αλλάζει τη στάμπα και το επίσημο bootleg μετατρέπεται με τη σειρά του και αυτό σε ανεπίσημο, με καθαρό και επαγγελματικά επεξεργασμένο ήχο. Πολλά  συγκροτήματα και ένα από αυτά οι Pearl Jam, έχουν παράγει αμέτρητα official bootlegs. Σχεδόν κάθε τους live εμφάνιση έχει κυκλοφορήσει σε official bootleg.

Νέα εποχή, Νέοι άνθρωποι
Τα bootlegs γρήγορα διαδόθηκαν και στην Ευρώπη όπου το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο αν και αρκετά πιο συγκροτημένο από το αμερικάνικο, δεν μπόρεσε να διασφαλίσει τα δικαιώματα των εταιρειών. Οι bootleggers έχουν αρχίσει και μοιράζουν το εμπόρευμά τους σε όλο τον κόσμο. Από την Αμερική και τον Καναδά στην Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιταλία μέχρι και τη Βραζιλία. Ακόμα και η Ιταλική μαφία ενδιαφέρθηκε να γίνει «μέτοχος» στα bootlegs, αλλά οι επίδοξοι ροκ λιανοπωλητές φοβήθηκαν να μπουν σε βαθιά νερά και με το δίκιο τους, γιατί «αν μπεις στην ιταλική μαφία, δεν φεύγεις ότι ώρα θες». Στην Ελλάδα το φαινόμενο της λαθρεμπορίας δεν πήρε τέτοιες διαστάσεις αλλά όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρει bootlegs σε μικρά συνοικιακά δισκοπωλεία, στο Μοναστηράκι γύρω από τη Ναβαρίνου στη Θεσσαλονίκη. Οι έλληνες συλλέκτες bootlegs δεν το πήγαν τόσο μακριά ώστε να δημιουργήσουν ημιπαράνομες εταιρείες που πουλούν μαζικά κλεμμένους ήχους ελλήνων καλλιτεχνών, αν και ελληνικά bootleg υπάρχουν, αλλά διακινούνται συνήθως μέσω ανταλλαγών και όχι μέσω αγοραπωλησίας.

Εξώφυλλο των Yardbirds

Καθώς τα χρόνια περνούν και η τεχνολογία αλλάζει, ο καθένας από το κοινό μπορεί να ηχογραφήσει τις ζωντανές συναυλίες σε μια απλή κασέτα. Το νομικό σύστημα σε Ευρώπη και Αμερική αδυνατεί να σταματήσει ή έστω και να περιορίσει το φαινόμενο bootleg. Τώρα πια οι bootleggers δεν πουλούν, αλλά ανταλλάσσουν κασέτες. Μια κασέτα που δεν έχει κάποιος με μια κασέτα που δεν έχει κάποιος άλλος. Οι μουσικές εταιρείες δεν μπορούσαν να υποχρεώσουν τις εταιρείες παραγωγής κασετών  να μην παράγουν κασέτες. Σκέφτηκαν λοιπόν να χρεώνουν ένα μικρό φόρο με την αγορά κάθε άγραφης κασέτας. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να μην έχει κοπιαριστεί και δεν υπάρχει χώρα του σύγχρονου δυτικού κόσμου που να μην έχει αγορά bootlegs. Όπου υπάρχει εμπόριο, υπάρχει και παραεμπόριο. Το Portobello και το Camden Town στην Βρετανία, γίνονται το επίκεντρο της λαθρεμπορίας κασετών. Οι Sex Pistols κυκλοφόρησαν πρώτα σε bootleg και μετά επίσημα. Μάλιστα το Spunk ήταν το bootleg που καθιέρωσε τον ήχο τους και μετά βγήκε επίσημα το  Never Mind the Bollocks, Heres the Sex Pistols. Ο Richard Branson που προώθησε τους Sex Pistols, ήταν αυτός ο ιδιοκτήτης ενός μικρού δισκοπωλείου που σήμερα ονομάζεται Virgin. Ο Branson είχε πληρώσει μεγάλο για την εποχή πρόστιμο, ύστερα από μήνυση της BPI (British Phonographic Industry) επειδή πουλούσε bootlegs. Το Black Album του Prince είναι το πιο διαδεδομένο bootleg κατά τη δεκαετία του 1980. Τόσο διαδεδομένο που ο Prince το κυκλοφόρησε και επίσημα, αν και σήμερα παραμένει δυσεύρετο για κάποιο λόγο. Η νέα εποχή των cds τρομοκρατεί για μία ακόμη φορά τις εταιρείες που είναι ανίκανες να σταματήσουν τους φόβους που είχαν από το 1969. Ο ψηφιακός ήχος βελτιώνει κατά πολύ την ποιότητα των λαθραίων αυτών δίσκων. Η δήλωση του Michael Jackson για την νέα εποχή των cds είναι χαρακτηριστική: «Η ιδέα ότι κάποιοι δανείζονται τους δίσκους μου από φίλους τους και τους γράφουν σε κασέτες, δεν με απασχολεί. Το ζητούμενο είναι να ακούν τη μουσική μου. Ούτως η άλλως θα δράσουν έτσι (παράνομα). Από τη στιγμή που θα δράσουν έτσι, προτιμώ να υπάρχει ψηφιακή ποιότητα. Εγώ μπορώ ακόμα να βγάλω λεφτά, είτε πουλώντας πνευματικά δικαιώματα, είτε κάνοντας live εμφανίσεις… και αυτό μπορεί να είναι κάτι καλό. Γιατί αν τα κέρδη (των εταιρειών) μειώνονται, τότε οι δικηγόροι  και οι λογιστές θα φύγουν από την μουσική βιομηχανία και θα μείνουν μονάχα οι άνθρωποι που αγαπούν τη μουσική». Και αυτό γίνεται σιγά- σιγά. Κανείς δεν προθυμοποιείται να πληρώσει για τίποτα. Οι φόβοι των εταιρειών επαληθεύονται.
Τόσα χρόνια ούτε το FBI, ούτε η RIAA (Recording Industry Association of America), ούτε η BPI, ούτε το Συνέδριο της Βέρνης για τα πνευματικά δικαιώματα, ούτε το WIPO (World Intellectual Property Organization), στάθηκαν ικανά να σταματήσουν τη εξάπλωση της μουσικής ακόμα και όταν αυτή η εξάπλωση γίνεται παράνομα γιατί πάντα θα υπάρχουν παράθυρα και τρύπες στους νόμους τους. Η δεκαετία του 2000 δεν έχει ακόμη τελειώσει αλλά η μουσική βιομηχανία δέχεται ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα από την γενιά των mp3. Οι μουσικοί πληρώνονται όλο και λιγότερο, ειδικά όταν δεν είναι το πρώτο όνομα στο δίσκο, ενώ οι επιτυχίες είναι παροδικές και δεν επιτρέπουν σταθερά κέρδη με αποτέλεσμα οι εταιρείες να ξοδεύουν μεγάλα ποσά για τραγούδια που μπορεί ο καθένας μας να κατεβάσει από το ίντερνετ. Ίσως τελικά ο Michael Jackson είχε δίκιο. Πότε θα φύγουν όμως οι λογιστές και οι δικηγόροι;



Συνέντευξη με τον Δημήτρη Κυριάκο συλλέκτη bootlegs Led Zeppelin.


Ο Δημήτρης Κυριάκος- Συλλέκτης bootleg

Πως ξεκίνησες να μαζεύεις bootlegs και πότε;
Αγόρασα ό, τι υπήρχε από τους Led Zeppelin μέχρι τα 14 μου χρόνια. Από τα 14 και μετά τα 9 official άλμπουμς καθώς και το Song Remains the Same και το BBC Session έλιωναν καθημερινά στο cd player. Μέχρι τότε δεν είχα ιδέα τι ήταν τα bootlegs, μέχρι που αναρωτήθηκα ότι αφού είχαν κάνει τόσα live γιατί δεν υπήρχε τίποτα στην αγορά; Αν θυμάμαι καλά το 1999, έκανα βόλτα στο Μοναστηράκι και καθώς χάζευα τους δίσκους στο Rocka Rolla, είδα ένα cd με κόκκινο εξώφυλλο που έγραφε Led Zeppelin 13 May 1973 Mobile Alabama και με μεγάλα γράμματα το όνομα του δίσκου Mobile Dick. Ήταν ένα διπλό bootleg cd με αρκετά καλό ήχο. Έτσι σιγά σιγά άρχισα να ψάχνω τι ακριβώς συνέβαινε με τα bootlegs και με τα χρόνια συνηδητοποίησα ότι οτιδήποτε έχουν παίξει live κάπου υπάρχει και με πολύ ψάξιμο όλο και κάπου θα βρεθεί.

Γιατί μονάχα Led Zeppelin bootlegs;
Δεν συλλέγω bootleg μονάχα από Led Zeppelin αλλά και από τον Robert Plant, τον Jimmy Page, τον John Paul Jones, τον John Bonham.

Γιατί cd και όχι βινύλια; Είσαι αρκετά μικρός για τα βινύλια;
Γιατί τα cd χωράνε στη δισκοθήκη μου! Πέρα από την πλάκα όμως, είμαι παιδί που μεγάλωσα στα 90’s και δεν έμαθα να συλλέγω βινύλια.

Υπάρχει κάποιο bootleg που δε το βρίσκεις;
Και βέβαια υπάρχει! Τα bootlegs μου είναι γύρω στα 200 cd. Οι Zeppelin υπήρξαν 12 χρόνια άρα 12 Χ 365 = 4380 μέρες ύπαρξης και γύρω στα 3000 lives. Άρα 3000- 200 μας κάνει 2800 live bootlegs αν υποθέσουμε ότι όλα έχουν ηχογραφηθεί.

            .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου